-
1 μορφή
μορφ-ή, ἡ,A form, shape, twice in Hom. (not in Hes.), σοὶ δ' ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων thou hast comeliness of words, Od.11.367 (cf. Eust. ad loc.); so prob. ἄλλος μὲν.. εἶδος ἀκιδνότερος πέλει ἀνήρ, ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει God adds a crown of shapeliness to his words, Od.8.170: freq. later,μορφὰς δύο ὀνομάζειν Parm.8.53
;μορφὴν ἀλλάξαντα Emp.137.1
;μορφὰν βραχύς Pi.I.4(3).53
; μορφῆς μέτρα shape and size, E.Alc. 1063: periphr.,μορφῆς φύσις A.Supp. 496
; μορφῆς σχῆμα, τύπωμα, E. Ion 992, Ph. 162;τὴν αὐτὴν τοῦ σχήματος μορφήν Arist.PA 640b34
;καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μ. μία A.Pr. 212
; ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν ib. 449; ;προὔπεμψεν ἀντὶ φιλτάτης μ. σποδόν S.El. 1159
; of plants, Thphr.HP1.1.12 (pl.); esp. with ref. to beauty of form,ὑπέρφατον μορφᾷ Pi.O.9.65
; οἷς ποτιστάξῃ χάρις εὐκλέα μ. ib.6.76, cf. IG42 (1).121.119 (Epid., iv B. C.), LXX To.1.13, Vett.Val.1.6, etc.;σῶμα μορφῆς ἐμῆς OGI383.41
(Commagene, i B. C.); μορφῆς εἰκόνας ib.27; χαρακτῆρα μορφῆς ἐμῆς ib.60.2 generally, form, fashion, appearance, A.Pr.78, S.Tr. 699, El. 199 (lyr.); outward form, opp.εἶδος, ἑκατέρω τῶ εἴδεος πολλαὶ μ. Philol.5
; ;μ. θεῶν X.Mem.4.3.13
, cf. Ep.Phil.2.6, Dam.Pr. 304;ἡρώων εἴδεα καὶ μορφάς A.R.4.1193
; κατά τε μορφὰς καὶ φωνάς gesticulations and cries, D.H.14.9; τὴν μ. μελάγχρους, τῇ μ. μελίχροας, in complexion, Ptol.Tetr. 143, 144.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский